1 εκτρυχοω
(ῥάκη ἐκτετρυχωμένα Luc.)
(χρημάτων ἀπορίᾳ ἐ. τινα Thuc.)
(γενομένους τὸ πρῶτον καὴ πάνυ πολλούς Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь > εκτρυχοω